οκτάεδρος — οκτάεδρος, η, ο και οχτάεδρος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ έδρες. 2. ως ουσ., οκτάεδρο, το το στερεομετρικό σχήμα με οχτώ επιφάνειες (έδρες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκτάεδρον — eight sided neut nom/voc/acc sg ὀκτάεδρος eight sided masc/fem acc sg ὀκτάεδρος eight sided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Octaedro — (Del lat. octo, ocho + gr. hedra , superficie.) ► sustantivo masculino GEOMETRÍA Poliedro que tiene ocho caras o planos. * * * octaedro (del lat. «octaĕdros», del gr. «oktáedros») m. Geom. Cuerpo formado por ocho caras que son triángulos. * * *… … Enciclopedia Universal
οκταεδρικός — ή, ό (Α ὀκταεδρικός, όν) [οκτάεδρος] αυτός που έχει σχήμα οκταέδρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταεδρικόν γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες, το οκτάεδρο … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οχτάεδρος — η, ο βλ. οκτάεδρος … Dictionary of Greek
ՈՒԹԱՆԻՍՏ — ( ) NBH 2 0539 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. ὁκτάεδρος octo sedes sive latera habens. Որոյ են ութ նիստք՝ դիրք՝ կողմանք, ըստ նմին եւ անկիւնք. *Ի զուգակողմանցն երեքանկիւնիցն երեք տառք (տարերք) բաղկանան: Հուր եւ փուղձ եւ ութանիստն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὀκταέδροις — ὀκτάεδρον eight sided neut dat pl ὀκτάεδρος eight sided masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταέδρου — ὀκτάεδρον eight sided neut gen sg ὀκτάεδρος eight sided masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταέδρων — ὀκτάεδρον eight sided neut gen pl ὀκτάεδρος eight sided masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)